- ἔνιψεν
- Он омылона омыла
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἔνιψεν — ἐνίπτω reprove aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔνῑψεν , νίφω aor ind act 3rd sg νίζω wash the hands aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)